- προσφθεγκτός
- προσ-φθεγκτός, ή, όν, [dialect] Dor. [pref] ποτιφθ-,A addressed, saluted, σοῦ φωνῆς by thy voice, S.Ph.1067, cf. AP7.649 (Anyt.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
προσφθεγκτός — addressed masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσφθεγκτός — ή, όν, Α [προσφθέγγομαι] αυτός που προσφωνείται ή ο άξιος να προσφωνηθεί … Dictionary of Greek
ποτιφθεγκτά — προσφθεγκτός addressed neut nom/voc/acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)